Ἀφροδισιακά

Ἀφροδισιακά
Ἀφροδισιακός
sexual
neut nom/voc/acc pl
Ἀφροδισιακά̱ , Ἀφροδισιακός
sexual
fem nom/voc/acc dual
Ἀφροδισιακά̱ , Ἀφροδισιακός
sexual
fem nom/voc sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • αφροδισιακά — Τα φάρμακα, βότανα κλπ. που χρησιμοποιούνται για την τόνωση της ερωτικής επιθυμίας ή την αύξηση της ερωτικής διέγερσης. Πολλά από αυτά έχουν πρόσκαιρα αποτελέσματα και όχι σπάνια προκαλούν διάφορες παρενέργειες στον οργανισμό. Τέτοιου είδους… …   Dictionary of Greek

  • Ἀφροδισιακάς — Ἀφροδισιακά̱ς , Ἀφροδισιακός sexual fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Афродизиак — Не следует путать с Aphrodisiac  «песней Элефтерии Элефтериу». Афродизиаки (греч. Αφροδισιακά, от имени древнегреческой богини Афродиты[1])  вещества природного происхождения, стимулирующие половое влечение и половую активность, в… …   Википедия

  • αφροδισιακός, -ή — ό αυτός που έχει να κάνει με τη γενετήσια ορμή: Τα τελευταία χρόνια επινοήθηκαν αρκετά αφροδισιακά φάρμακα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”